ηδην

ηδην
    ᾔδην
    (= ᾔδειν См. ηδειν) Arph. 3 л. sing. ppf. к *εἴδω См. ειδω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηδην" в других словарях:

  • ἤδην — ἤ̱δην , ἦδος delight neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔδην — οἶδα see plup ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπήδην — (Α, Μ παμπηδόν και παμπηδονίς) επίρρ. καθ ολοκληρίαν, εντελώς, ολότελα («παμπήδην λαὸς πᾱς κατέφθαρται δορί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάμπαν*, κατά τα επιρρ. σε ήδην / ηδόν (πρβλ. υποβλ ήδην). Το επίρρ. δεν συνδέεται με την οικογένεια τών πέπαμαι …   Dictionary of Greek

  • μετρήδην — (Α) επίρρ. μετρηδόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + επιρρμ. κατάλ. ήδην] …   Dictionary of Greek

  • μητρήδην — και μητρηδόν (Α) επίρρ. μετρήδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (ΙΙ) + επιρρμ. κατάλ. ήδην] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»